εύκρατος

εύκρατος
-η, -ο (ΑΜ εὔκρατος, -ον, Α ιων. τ. εὔκρητος, -ον)
αυτός που έχει καλή θερμοκρασία, καλό κλίμα, ο ήπιος, ο μέτριος (α. «εύκρατο κλίμα» — το κλίμα που δεν είναι ούτε πολύ ψυχρό ούτε πολύ θερμό
β. «οι εύκρατες ζώνες τής γης» — οι ζώνες που περιλαμβάνονται μεταξύ τών πολικών και τροπικών κύκλων
γ. «εὔκρατος ἀήρ», Πλάτ.)
μσν.-αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τo εὔκρατον
αφέψημα που αποτελείται από πιπέρι, κύμινο και γλυκάνισο και τον οποίο χρησιμοποιούσαν σε μοναστήρια
αρχ.
1. (για υγρά) χλιαρός
2. (για κρασί) ο αναμιγμένος σε καλή αναλογία για να τόν πιει κάποιος
3. μτφ. ήπιος, μετριασμένος («εὔκρατος ὀλιγαρχία», Αριστοτ.)
4. (για πρόσωπα) κοινωνικός, ευπροσήγορος («εὔκρητοι πρὸς ἅπαντας», Ιπποκρ.)
5. (για λόγο) αρμονικός, ήπιος, μαλακός («εὔκρατος ἁρμονία», Διον. Αλ.).
επίρρ...
εὐκράτως (Α)
1. μέτρια, ήπια
2. φρ. (για κλίμα ή ατμόσφαιρα) «εὐκράτως ἔχω» — είμαι μέτριος, χλιαρός, ήπιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εύ-κρα-τος
πρόκειται δηλ. για σύνθετο με α' συνθετικό το επίρρ. ευ και β' το ρηματικό επίθ. σε -τος τού ρ. κεράννυμι (πρβλ. αρχ. εκυραής)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εὔκρατος — εὔκρᾱτος , εὔκρατος well tempered masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εύκρατος — η, ο για κλίμα, μέτριος, ούτε πολύ θερμός ούτε πολύ ψυχρός: Εύκρατες χώρες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εὔκρητον — εὔκρατος well tempered masc/fem acc sg (ionic) εὔκρατος well tempered neut nom/voc/acc sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκρήτου — εὔκρατος well tempered masc/fem/neut gen sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκρήτῳ — εὔκρατος well tempered masc/fem/neut dat sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔκρητα — εὔκρατος well tempered neut nom/voc/acc pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔκρητοι — εὔκρατος well tempered masc/fem nom/voc pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔκρητος — εὔκρατος well tempered masc/fem nom sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκρατότερον — εὐκρᾱτότερον , εὔκρατος well tempered adverbial comp εὐκρᾱτότερον , εὔκρατος well tempered masc acc comp sg εὐκρᾱτότερον , εὔκρατος well tempered neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εύρος — Η απόσταση ανάμεσα στις πλησιέστερες πλευρές μιας επιφάνειας (αλλιώς φάρδος ή πλάτος). Ε. τόξου ονομάζεται η απόσταση μεταξύ των δύο άκρων του. (Αστρον.) Το συμπλήρωμα του αζιμουθίου αστέρα κατά την ανατολή ή τη δύση του. Δίνεται από τον τύπο:… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”